κεφαλοκρούστης

κεφαλοκρούστης
κεφαλοκρούστης, ὁ (Α)
κρανοκολάπτης*. είδος δηλητηριώδους αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγο-κρούστης, κυμβαλο-κρούστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλοκρούστης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλοκροῦσται — κεφαλοκρούστης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλοκρούστας — κεφαλοκρούστᾱς , κεφαλοκρούστης masc acc pl κεφαλοκρούστᾱς , κεφαλοκρούστης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”